Στρατίον — Στρατίος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίον — στρατάω% 2 pres part act masc voc sg (epic doric ionic) στρατάω% 2 pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτιον — Στράτιος of an army masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στράτιος — και στράτειος, ία, και εία, ον, θηλ. και ος, Α [στρατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο ή στον στρατό, πολεμικός ή στρατιωτικός 2. φιλοπόλεμος 3. (το αρσ.) α) προσωνυμία τού Διός και τού Άρεως β) ως κύριο όν. Στράτιος i) ιερέας στον … Dictionary of Greek
χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… … Dictionary of Greek